διαπεραστός

διαπεραστός
-ή, -ό
αυτός που είναι δυνατόν να διαπεραστεί από το φως, από υγρό ή αέριο: Μην προσπαθείς να το τρυπήσεις, δεν είναι διαπεραστό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπεραστός — και διαπερατός, ή, ό αυτός που εύκολα διαπερνιέται, ο ευκολοπέραστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”